Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η ιπποτροφία

См. также в других словарях:

  • ἱπποτροφία — ἱπποτροφίᾱ , ἱπποτροφία breeding fem nom/voc/acc dual ἱπποτροφίᾱ , ἱπποτροφία breeding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτροφίᾳ — ἱπποτροφίαι , ἱπποτροφία breeding fem nom/voc pl ἱπποτροφίᾱͅ , ἱπποτροφία breeding fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποτροφία — η (Α ἱπποτροφία) [ιπποτρόφος] νεοελλ. κλάδος τής ζωοτεχνίας που ασχολείται με την αναπαραγωγή, την εκτροφή και την εκμετάλλευση τών ίππων αρχ. 1. η εκτροφή και συντήρηση ίππων, ιδίως για ιπποδρομικούς αγώνες 2. επιγρ. (ως λειτουργία) η υποχρέωση… …   Dictionary of Greek

  • ιπποτροφία — η κλάδος της ζωοτεχνίας που ασχολείται με την αναπαραγωγή και εκτροφή ίππων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱπποτροφίας — ἱπποτροφίᾱς , ἱπποτροφία breeding fem acc pl ἱπποτροφίᾱς , ἱπποτροφία breeding fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτροφίαι — ἱπποτροφία breeding fem nom/voc pl ἱπποτροφίᾱͅ , ἱπποτροφία breeding fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτροφίαν — ἱπποτροφίᾱν , ἱπποτροφία breeding fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτροφιῶν — ἱπποτροφία breeding fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτροφίαις — ἱπποτροφία breeding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liturgie (Athènes) — Liturgie (Grèce antique)  Cet article concerne l obligation fiscale pesant sur les riches en Grèce antique. Pour le sens religieux du terme, voir liturgie …   Wikipédia en Français

  • Liturgie (Grèce antique) — Cet article concerne l obligation fiscale pesant sur les riches en Grèce antique. Pour le sens religieux du terme, voir liturgie. D …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»